κοντογυρίζω

κοντογυρίζω
(Μ κοντογυρίζω)
νεοελλ.
1. περιφέρομαι, τριγυρίζω
2. προσπαθώ να καταφέρω κάτι
3. μτφ. πολιορκώ ερωτικά
μσν.
κάνω σύντομη στροφή προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + γυρίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοντογυρίζω — κοντογύρισα 1. περιφέρομαι: Κοντογυρίζει κάτω από τα παράθυρά της. 2. πολιορκώ κάποιον είτε ερωτικά είτε για να πετύχω κάτι: Την κοντογυρίζει τρεις μέρες τώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • κοντογύρισμα — κοντογύρισμα, τὸ (Μ) [κοντογυρίζω] μικρή κίνηση τού κορμιού, ελιγμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”